εκγύμναση

εκγύμναση
[-ις (-εως)] η
1) тренировка, упражнение; 2) дрессировка; 3) воен, обучение, подготовка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εκγύμναση" в других словарях:

  • εκγύμναση — η το να εκγυμνάζει ή να εκγυμνάζεται κάποιος …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • άσκηση — Η πρώτη σημασία του όρου είναι η φυσική ά. του σώματος, η γυμναστική· αργότερα όμως πήρε και μια έννοια ηθική, σύμφωνα με την οποία, όπως ασκούμε το σώμα για να γίνουμε δυνατότεροι σωματικά, έτσι μπορούμε να γίνουμε και πνευματικά καλύτεροι… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • εκπαίδευση — Η ανάπτυξη των σωματικών, διανοητικών και ηθικών δυνάμεων του παιδιού· η ανατροφή· η μόρφωση που αποκτάται με τη διδασκαλία, η παιδεία· καθένα από τα στάδια της μόρφωσης που παρέχεται στο σχολείο· η εκγύμναση στα όπλα. Οι πρώτοι που… …   Dictionary of Greek

  • ενάθληση — η (AM ἐνάθλησις) άσκηση σε κάτι, εκγύμναση μσν. υπομονή στα βασανιστήρια, εγκαρτέρηση …   Dictionary of Greek

  • εξάσκηση — η [εξασκώ] 1. εκπαίδευση, εκγύμναση, άσκηση σε κάτι, προπόνηση, κατάρτιση («εξάσκηση στη σκοποβολή») 2. η εφαρμογή θεωρητικών γνώσεων, η χρησιμοποίησή τους στην πράξη («εξάσκηση επαγγέλματος») …   Dictionary of Greek

  • εφηβείον — ἐφηβεῑον, τὸ (Α) [έφηβος] μέρος για εκγύμναση τών εφήβων …   Dictionary of Greek

  • ιερακάρης — ἱερακάρης, ὁ (Μ) [ιερακάριος] 1. ο γερακάρης* 2. αξιωματούχος ο οποίος μεριμνούσε για τη συντήρηση και την εκγύμναση κυνηγετικών γερακιών …   Dictionary of Greek

  • ιερακοτροφία — ἡ διατροφή και εκγύμναση κυνηγετικών γερακιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερακοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Ελ. Ραφαήλ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»